- μεταρσιολογικός
- μεταρσιολογικός, -ή, -όν (Α) [μετάρσιος]ο σχετικός με τα ουράνια σώματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταρσιολογικῶν — μεταρσιολογικός fem gen pl μεταρσιολογικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)